λουτρό

λουτρό
Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή λάσπες που φέρουν θεραπευτικές ουσίες. Οι χώροι που θεωρούνται λ. μπορούν να διαιρεθούν χονδρικά σε δύο κατηγορίες: στους χώρους που εξυπηρετούν πολλά άτομα ταυτόχρονα και σε δωμάτια που υπάρχουν σε κάθε σπίτι και φέρουν ειδικές υδραυλικές εγκαταστάσεις, εξυπηρετώντας το άτομο ή τα άτομα που κατοικούν σε αυτό, όσον αφορά τον σωματικό τους καθαρισμό. Γνωστά είδη λ. σήμερα είναι η φιλανδική σάουνα και το τουρκικό χαμάμ, το καθένα από αυτά με ιδιαίτερες ιδιότητες και εφαρμοζόμενες πρακτικές. Αναμφίβολα, όμως, η μεγάλη εξέλιξη των λ. κατά το πέρασμα του χρόνου επήλθε από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους, οι οποίοι ονόμαζαν τις εγκαταστάσεις αυτές θέρμες (βλ. λ.). Το λ. στην αρχαία Ελλάδα. Από τα προϊστορικά κιόλας χρόνια, το λ. συνηθιζόταν στην ύπαιθρο ή μέσα σε ειδικούς χώρους όπου οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν ζεστό νερό και ειδικά σκεύη. Σε διάφορα μινωικά και μυκηναϊκά κέντρα (Κνωσός, Πύλος, Τίρυνθα, Μυκήνες) προσδιορίστηκαν χώροι με ειδικές υδραυλικές εγκαταστάσεις και με μεγάλους λουτήρες (μπανιέρες), χτιστούς ή φορητούς, που χρησίμευαν αποκλειστικά ως λ. Αυτοί οι λουτήρες ήταν πήλινοι ή πέτρινοι, ρηχοί, με τετράπλευρο σχήμα και στρογγυλεμένες γωνίες· πολλοί από αυτούς ήταν αρκετά μεγάλοι και χωρούσαν πλήρως ένα ανθρώπινο σώμα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι λουτήρες χρησιμοποιήθηκαν και σε νεκροταφεία ως σαρκοφάγοι. Η περιγραφή τους συμπίπτει με τη λεγόμενη ασάμινθο που αναφέρεται στα ομηρικά έπη. Οι ασάμινθοι κατασκευάζονταν επίσης από ξύλο, από ασήμι (όπως το δώρο των Αιγυπτίων προς τον Μενέλαο) και αρκετά συχνά από χαλκό. Επίσης η λέξη πύελος –που αναφέρεται στον Όμηρο ως η γούρνα όπου έπιναν νερό τα ζώα– κατέληξε να χρησιμοποιείται σημαίνοντας τον λουτήρα αντί για τη λέξη ασάμινθος, η οποία εξέλειψε. Ο Όμηρος παρουσιάζει τους ήρωές του να ξεκουράζονται κάνοντας θερμό λ. και αναγνωρίζει την ευεργετική επίδρασή του, θεωρώντας το απαραίτητο στοιχείο μιας άνετης ζωής. Εκτός από ειδικούς χώρους που υπήρχαν μέσα στην οικία, στα ιστορικά χρόνια λειτουργούσαν επίσης λουτρώνες με κρύο νερό, συνήθως υπαίθριοι και ξεχωριστοί για τα δύο φύλα. Τα λ. αυτά σχετίζονταν με την περιποίηση του σώματος μετά τη γυμναστική στο γειτονικό γυμνάσιο. Τέτοια λ. βρέθηκαν κοντά στα γυμνάσια της Ολυμπίας, των Δελφών, της Ερέτριας, της Νεμέας και σε άλλες πόλεις. Εξελίχθηκαν σε μία δεξαμενή στο κέντρο μιας ανοιχτής αυλής, με βοηθητικούς χώρους το αποδυτήριο (για να αφήνουν τα ρούχα τους) και το αλειπτήριο, όπου αλείφονταν με λάδι πριν από την άσκηση. Για τα υπαίθρια λ. κοντά στο γυμνάσιο σώθηκαν πληροφορίες από παραστάσεις σε αγγεία και αλλού, με κύρια εικονιστική θεματολογία σκηνές του λ.: όρθιοι νέοι λούζονται με νερό τρεχούμενο από κρουνούς, άλλοι προετοιμάζονται καθαρίζοντας το δέρμα τους με τη στλεγγίδα, ενώ πιο πέρα οι λουσμένοι αλείφουν πάλι τα σώματά τους με λάδι. Τα γυναικεία ψυχρά λ. έχουν απεικονιστεί κάτω από κρουνούς ή μέσα σε δεξαμενή. Φαίνεται ότι σπάνια γυναίκες (μάλλον εταίρες) και άνδρες λούζονταν μαζί. Τα βαλανεία αποτελούσαν δημόσια θερμά λ. που συντηρούνταν με κρατικούς πόρους, αν και υπήρχαν ορισμένα που ανήκαν σε επιχειρηματίες. Η λέξη βαλανείον (βλ. λ.) ήταν γνωστή από τον 5o αι. π.Χ. σε αττικές επιγραφές και από τον Αριστοτέλη (Προβλημ. 24,8). Τα αρχαιότερα θερμά λ. με λουτήρες αναφέρονται στη Σύβαρη, πόλη που καταστράφηκε το 510 π.Χ. Σήμερα έχουν ανακαλυφθεί λ. σε πολλά μέρη στην Ελλάδα και στις αποικίες· τα αρχαιότερα γνωστά είναι της Ολυμπίας, της Αθήνας κοντά στο Δίπυλο (5ος αι. π.Χ.), του Πειραιά, της Ερέτριας, της Γόρτυνας, της Ελευσίνας, της Δήλου των Συρακουσών, του Κολοφώνα κ.α. Κατά την ελληνιστική περίοδο η συνήθεια των θερμών λ. εκλαϊκεύτηκε περισσότερο. Άλλα κτίρια είχαν μία τετράπλευρη ή κυκλική κύρια αίθουσα, ενώ άλλα έφεραν περιμετρικά στους τοίχους πήλινες ή μαρμάρινες χτιστές μπανιέρες και μία μεγάλη δεξαμενή στο κέντρο, που ονομαζόταν μάκτρα. Υπήρχαν και ξεχωριστοί θάλαμοι, μικροί με μονό λ., προφανώς ακριβότεροι. Στο συγκρότημα λ. της Γόρτυνας (Αρκαδία) υπήρχαν δύο αψιδωτοί χώροι εκτός από την κεντρική μεγάλη θολωτή αίθουσα: ο ένας έφερε κρουνό και λεκάνη και διέθετε έναν υποδαπέδιο κλίβανο, ενώ ο άλλος είχε κοίλους θερμαινόμενους τοίχους. Ψηλά υπήρχε ένας φεγγίτης που ανοιγόκλεινε με αλυσίδα, λύνοντας το πρόβλημα της ρύθμισης της θερμοκρασίας και του φωτισμού. Ο Αθήναιος και ο Βιτρούβιος περιγράφουν το λακωνικόν, με την αποχέτευση του νερού στο κέντρο και έναν χάλκινο ομφαλό επάνω (οι Ρωμαίοι το ονόμαζαν laconicum). Είναι πολύ πιθανόν τα ελληνικά λ. των γυμνασίων να διέθεταν έναν ιδιαίτερο χώρο για εφίδρωση, όπως και τα ρωμαϊκά (sudationes). Η εξέλιξη του τύπου της κυκλικής αίθουσας με τις τέσσερις αψίδες, όπως απεικονίζεται στα λ. της Πομπηίας και σε άλλα των αυτοκρατορικών χρόνων, εμφανίστηκε σταδιακά και στην Ελλάδα. Από τις ανασκαφές που έχουν πραγματοποιηθεί προκύπτει ότι γύρω στον 3o αι. π.Χ. οι Ρωμαίοι δανείστηκαν από τους Έλληνες τα θερμά λ. μαζί με το σχετικό λεξιλόγιο. Τα ελληνικά λ. ξεχωρίζουν από τις εγκαταστάσεις των ρωμαϊκών θερμών με τις μεγάλες δεξαμενές για κολύμπι, με τον εξατομικευμένο τύπο τους (ανέσεις και δυνατότητα απομόνωσης αυτού που λούζεται σε κάθε είδος λ.). Στην Όλυνθο βρέθηκε εξελιγμένος τύπος οικιακού λ. (4ος αι. π.Χ.) που θερμαινόταν επικοινωνώντας με τον χώρο του μαγειρείου. Όπως και στους Ρωμαίους, το ελληνικό λ. είχε περισσότερες ή λιγότερες ανέσεις, ανάλογα με την κοινωνική τάξη της οικογένειας. Οι Ρωμαίοι είχαν διαφορετική αντίληψη για το θερμό λ. από τους Έλληνες, οι οποίοι έβλεπαν τη σωστή του χρήση ως συμπλήρωμα της σωματικής ευεξίας μέσα στις απαιτήσεις για την αρμονία σώματος και πνεύματος· συνιστούσαν στους νέους να πηγαίνουν στα λ. μετά τις ασκήσεις, αλλά να μη συχνάζουν στα βαλανεία, τα οποία ήδη από τον 4o αι. π.Χ. θεωρούνταν κέντρα διαφθοράς, καταφύγια των φτωχών και των αργόσχολων. Το λ. στην αρχαία Ελλάδα συνδέονταν και με τελετουργικές πράξεις, κυρίως στη γέννηση και στον γάμο. Στον γάμο, οι μελλόνυμφοι πραγματοποιούσαν τη λεγόμενη λουτροφορία, δηλαδή την κάθαρση πριν από το μυστήριο με νερό που περιεχόταν σε ένα ειδικό αγγείο, τη λουτροφόρο. Το αγγείο αυτό συνδεόταν αποκλειστικά με τη θρησκεία, ενώ άλλα σκεύη χρησίμευαν για το απλό πλύσιμο.
* * *
το (AM λουτρόν, Α επικ. τ. λοετρόν, δωρ. τ. λωτρόν)
1. το πλύσιμο τού σώματος με θερμό ή ψυχρό νερό για καθαρισμό ή για θεραπευτικούς σκοπούς (α. «κάθε πρωί κάνει λουτρό» β. «καὶ σχεδὸν τί μοι ὥρα τραπέσθαι πρὸς τὸ λουτρόν», Πλάτ.)
2. μέρος οικήματος ή δημόσιο οίκημα με κατάλληλες εγκαταστάσεις, όπου πλένεται κάποιος, λουτρώνας («γυμνάσια καὶ λουτρά», Ξεν.)
3. το βάπτισμα («ἔσωσεν ἡμᾱς διὰ λουτροῡ παλιγγενεσίας», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ιδιαίτερο δωμάτιο στο σπίτι για πλύσιμο, νίψιμο ή και για αφόδευση
2. η παρατεταμένη εμβάπτιση τού σώματος ή τμήματος τού σώματος σε υγρό, ημίρρευστο ή αεριώδες μέσο για διατήρηση ή αποκατάσταση τής υγείας
3. το μέσο στο οποίο γίνεται η εμβάπτιση τού σώματος (α. θερμά λουτρά» β. «φαρμακευτικά λουτρά» γ. «θειούχα λουτρά» δ. «αεριώδη λουτρά»)
4. η εμβάπτιση ενός πράγματος σε νερό ή σε χημική ουσία για επιδίωξη τεχνικού σκοπού
5. (μεταλργ.) δοχείο που περιέχει άλας σε κατάσταση τήξης με σκοπό την ηλεκτρόλυσή του
6. στον πληθ. τα λουτρά
θαλάσσια ή άλλη περιοχή, όπου υπάρχουν ιαματικές πηγές με κατάλληλες εγκαταστάσεις για λουτροθεραπεία («τα λουτρά τής Αιδηψού»)
φρ. «έμεινε στα κρύα τού λουτρού» — διαψεύστηκαν οι ελπίδες του ή έμειναν ανεκπλήρωτες οι επιθυμίες του
8. παροιμ. «όποιος μπει στο λουτρό θα ιδρώσει» — όποιος αναλαμβάνει δύσκολη δουλειά θα κουραστεί
μσν.
κάθαρση, εξαγνισμός
αρχ.
1. το νερό με το οποίο πλένεται κάποιος («λούσαντες ἁγνὸν λουτρόν», Σοφ.)
2. σπονδές ή χοές που προσφέρονταν στους νεκρούς) «νεκρῷ λουτρὰ περιβαλεῑν μ' ἔα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λούω + επίθημα -τρόν (πρβλ. δαι-τρόν, κάτοπ-τρον).
ΠΑΡ. λουτρικός, λουτρίς, λουτρών(-ας)
αρχ.
λούτριον, λουτρούμαι
μσν.
λουτρίκι, λούτρισμα
μσν.- νεοελλ.
λουτράρης
νεοελλ.
λουτρατζής.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λουτροφόρος
αρχ.
λουτροδάικτος, λουτροποιός, λουτροχόος
μσν.
λουτρόθυρα, λουτροκάμινος
νεοελλ.
λουτροθεραπεία, λουτροθεραπευτικός, λουτροκαμπινές, λουτροπαροχή, λουτροπετσέτα, λουτρόπολη, λουτροπουκάμισο, λουτρότοπος. (Β' συνθετικό) αρχ. απόλουτρον, έκλουτρον, επίλουτρον, σύλλουτρον
νεοελλ.
αερόλουτρον, αμμόλουτρο, ατμόλουτρο, αφρόλουτρο, ηλεκτρόλουτρο, ηλιόλουτρο, ημίλουτρο, θερμόλουτρο, ιλυόλουτρο, λασπόλουτρο, παραφινόλουτρο, πιτυρόλουτρο, ποδόλουτρο, σαπωνόλουτρο, φωτόλουτρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λουτρό — το 1. το λούσιμο, το μπάνιο: Παίρνει το λουτρό του κάθε πρωί. 2. ο χώρος όπου λούζεται κανείς: Είναι κανείς στο λουτρό; 3. στον πληθ., λουτρά οι ιαματικές πηγές με τις εγκαταστάσεις τους για θεραπεία ασθενών: Ο γιατρός μού σύστησε να πάω στα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άνω Λουτρό — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ., 33 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Λουτρό — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 486 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, 43 χλμ. ΒΔ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου …   Dictionary of Greek

  • Παλαιό Λουτρό — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Τριφυλίας, του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται A του Αιγάλεω, BA των Γαργαλιάνων …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… …   Dictionary of Greek

  • λουτρικός — ή, ό (ΑΜ λουτρικός, ή, όν) [λουτρόν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λουτρό («λουτρικές εγκαταστάσεις») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λουτρικό η πετσέτα με την οποία σκουπίζεται κάποιος μετά το λουτρό νεοελλ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… …   Dictionary of Greek

  • λουτροφόρος — Τελετουργικό αγγείο της αρχαιότητας. Έφερε στοιχεία αμφορέα ή υδρίας, αν και ξεχώριζε για τις λεπτές αναλογίες του σώματος και τον επιμήκη λαιμό του. Το χρησιμοποιούσαν είτε για το γαμήλιο λουτρό είτε ως επιτύμβιο σήμα σε τάφους ανύπαντρων, με… …   Dictionary of Greek

  • ξυστρολήκυθος — ξυστρολήκυθος, ὁ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «κάδος καὶ βησία ἐλαίου λουτρικά» 2. ο δούλος που μετέφερε την ξύστρα και τη λήκυθο τού κυρίου του στο λουτρό και από το λουτρό προς τον οίκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα «είδος ξέστρας που χρησιμοποιούσαν μετά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”